- νεκρανασταίνω
- (Μ νεκρανασταίνω)ανασταίνω νεκρό, επαναφέρω από τον θάνατο στη ζωή.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)-* + ἀνασταίνω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεκρανασταίνω — νεκρανασταίνω, νεκρανάστησα βλ. πίν. 50 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
νεκρανασταίνω — νεκρανάστησα, νεκραναστήθηκα, νεκραναστημένος, ξαναφέρνω κάποιον από το θάνατο στη ζωή: Ο νεκραναστημένος Λάζαρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β … Dictionary of Greek